- λίτσα
- ηζωολ. κοινή ονομασία τριών ειδών επιπελαγικών ψαριών τής οικογένειας carangidae.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
Βλαχάκης, Αντώνιος — (1874 – Οσνίτσανη 1906).Μακεδονομάχος. Υπηρέτησε στον Μακεδονικό αγώνα ως ανθυπολοχαγός πεζικού με το ψευδώνυμο Νάκης Λίτσα, και αγωνίστηκε από το 1905 κατά των Βουλγάρων. Έπεσε στην Οσνίτσανη σε μάχη με τους Τούρκους … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Λιτζάς και Αγράφων, Επισκοπή — Επισκοπή στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Υπαγόταν στη μητρόπολη Λαρίσης και περιλάμβανε την περιοχή των Αγράφων και το βορειοανατολικό τμήμα της Φθιώτιδας. Με την επωνυμία Λιτσά ή Λιτζά συναντάται τον 9o αι. Με ολοκληρωμένη την επωνυμία της ως… … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek